- ἀβακής
- ἀ-βακής, nicht sprechend, ruhig, sanft, sprachlos, wie ein junges Kind, das noch nicht sprechen kann, kindlich
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αβακής — ἀβακής ές (Α) (αιολ. αιτ. ἀβάκην) συνήθως ερμηνεύεται: ήρεμος, ήσυχος, πράος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. < ἀ στερητ. + βάζω (= ομιλώ), οπότε ἀβακής = άλαλος, άφωνος (πρβλ. Ησύχ.)] … Dictionary of Greek
ἀβακής — speechless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβακέως — ἀβακής speechless adverbial (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβάκα — Φυτό της οικογένειας των μουσιδών, ιθαγενές των Φιλιππίνων. Η επιστημονική ονομασία του είναι μούσα η κλωστική. Έχει μεγάλη σημασία για τη βιομηχανία, γιατί από τον κολεό των φύλλων του βγαίνει η λεγόμενη κάνναβις της Μανίλας, κλωστικό υλικό… … Dictionary of Greek
αβακέω — ἀβακέω (Α) [ἀβακής] (μόνο στον αόρ.) συνήθως ερμηνεύεται: δεν δίνω προσοχή … Dictionary of Greek
ἀβακίων — ἀβάκιον slabs neut gen pl ἀβακής speechless masc/fem/neut gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)